παρυφιστάμενος

παρυφιστάμενος
παρυφιστά̱μενος , παρά , ὑπό-ἱστάω
pres part mp masc nom sg (doric ionic aeolic)
παρά-ὑφίστημι
place
pres part mp masc nom sg
παρυφιστά̱μενος , παρά-ὑφιστάω
pres part mp masc nom sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρυφίστημι — ΜΑ [υφίστημι] 1. τοποθετώ κάτι δίπλα σε κάτι άλλο ή σε αντιδιαστολή με κάτι άλλο (τῆ γὰρ ἀληθείᾳ παρυφίστησιν ἀεὶ τὴν ἀπάτην ὁ διάβολος, Ιω. Χρ.) 2. μέσ. παρυφίσταμαι υπάρχω εξαρτημένος από κάτι άλλο («τὰ παρυφιστάμενα τοῑς φαινομένοις ἄδηλα»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”